- φαυλοτέρᾳ
- φαῡλοτέρᾱͅ , φαῦλοςcheapfem dat comp sg (attic doric aeolic)φαῡλοτέρᾱͅ , φαῦλοςcheapfem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαυλοτέρα — φαῡλοτέρᾱ , φαῦλος cheap fem nom/voc/acc comp dual φαῡλοτέρᾱ , φαῦλος cheap fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) φαῡλοτέρᾱ , φαῦλος cheap fem nom/voc/acc comp dual φαῡλοτέρᾱ , φαῦλος cheap fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλότερα — φαῡλότερα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc comp pl φαῡλότερα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήλωση — η / προσήλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [προσηλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσηλώνω, στερέωση με ήλους, με καρφιά, κάρφωμα νεοελλ. μσν. το να στρέφει κανείς το βλέμμα, την προσοχή, τη σκέψη, τα ενδιαφέροντά του σταθερά σε κάτι, αφοσίωση (α.… … Dictionary of Greek